- διαμετρικός
- -ή, -ό [διάμετρος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάμετρο2. αυτός που κείται κατά τη διεύθυνση τής διαμέτρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαμετρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη διάμετρο, ο διαγώνιος: Είμαι διαμετρικά αντίθετος με την απόφασή σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμετρικά — διαμετρικός diagonal neut nom/voc/acc pl διαμετρικά̱ , διαμετρικός diagonal fem nom/voc/acc dual διαμετρικά̱ , διαμετρικός diagonal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρικόν — διαμετρικός diagonal masc acc sg διαμετρικός diagonal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρικοῦ — διαμετρικός diagonal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρικούς — διαμετρικός diagonal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρικῆς — διαμετρικός diagonal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρική — διαμετρικός diagonal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρικῶς — διαμετρικός diagonal adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάμετρος — Κάθε χορδή που περνά από το κέντρο ενός κύκλου ή μίας σφαίρας· το μήκος της είναι διπλάσιο από το μήκος της ακτίνας του κύκλου ή της σφαίρας. Ο ίδιος ορισμός δίνεται για οποιαδήποτε κωνική τομή με κέντρο (έλλειψη, υπερβολή). Προκειμένου για την… … Dictionary of Greek
διαμετρητός — ή, ό (Α διαμετρητός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καταμετρηθεί, ο καθορισμένος 2. διαμετρικός … Dictionary of Greek